- ἐποίνιος
- ἐποίνιος, ονA
, (οἶνος)
bacchanalian,Nonn.
D.11.301 ; cf. ἐπιοίνιος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, (οἶνος)
bacchanalian,Nonn.
D.11.301 ; cf. ἐπιοίνιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐποίνιος — bacchanalian masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίνιον — ἐποίνιος bacchanalian masc/fem acc sg ἐποίνιος bacchanalian neut nom/voc/acc sg ποινάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ποινάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποινίων — ἐποίνιος bacchanalian masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποίνιο — το (Α ἐποίνιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το εποίνιο( ν) τραγούδι τού κρασιού, ποίημα συντεθειμένο για να τραγουδηθεί σε συμπόσιο αρχ. επίθ. ο σχετικός με το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίν ιος (< οίνος)] … Dictionary of Greek